- ἄτλατος
- ἄτλᾱτος, -ον1 insufferable, dreadful
ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O. 6.38
ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας N. 1.48
[†ἀτληκηκότας† codd. Stobaei, unde ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh fr. 42. 5.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O. 6.38
ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας N. 1.48
[†ἀτληκηκότας† codd. Stobaei, unde ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh fr. 42. 5.]Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
άτλητος — ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, ον (Α) 1. ο αφόρητος 2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος 3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) τλᾱ , τλήναι] … Dictionary of Greek